- χωματεκβολεύς
- χωμᾰτ-εκβολεύς, έως, ὁ,A = ἐκβολεύς, Pap. in Wiener Denkschr. 47(4).55(iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωματεκβολεύς — έως, ὁ, Α υπάλληλος για την επίβλεψη τού καθαρισμού τών διωρύγων τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐκβολεύς «επιθεωρητής τών τάφρων»] … Dictionary of Greek